Η δράση του έργου τοποθετείται στην υπό ενετική κυριαρχία Ζάκυνθο του 1712 και συγκεκριμένα στη δεύτερη περίοδο της Βενετοκρατίας, τότε που η διοίκηση ήταν διεφθαρμένη και οι κοινωνική διαπάλη αριστοκρατών και ποπολάρων έντονη. Όμως σε αυτό κυριαρχούν τα στοιχεία του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης σε αντιπαράθεση με την παλιά φεουδαρχία. Φορέας αυτών των αντιλήψεων είναι ο γιος του Δάρειου Ρονκάλα, Δραγανίγος, μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, ο οποίος πρεσβεύει τις νέες θέσεις για την κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα των γυναικών.
Το γεγονός πως αναφέρεται στην Βενετοκρατία, αν και γραμμένο στα 1830, επί Αγγλοκρατίας δηλαδή, δείχνει την αγγλοφιλία του συγγραφέα και την επιθυμία του να αφήσει στο απυρόβλητο τους προστάτες του νησιού του. Η αναδρομή του τονίζει την παρακμή και την ασυδοσία των Βενετικών αρχών και την ευταξία των Άγγλων. Ωστόσο άλλοι μελετητές τονίζουν πως χρησιμοποιεί την Βενετοκρατία ως άλλοθι για να ασκήσει κριτική σε κάθε ξένη κατοχή, αφού αν αναφερόταν ευθέως στους Άγγλους, αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στον ίδιο και στο έργο του. Έτσι το κάνει «για λόγους ασφαλείας».
Για τον μαρξιστή Κορδάτο «ο Βασιλικός είναι το πρώτο κοινωνικό δράμα στη Νέα Ελλάδα. Δεν είναι απλή ηθογραφία. Ο Μάτεσης δραματοποιεί τους κοινωνικούς αγώνες της Ζακύνθου. Ακόμα διαμαρτύρεται έμμεσα για τη σκλαβιά της γυναίκας και κηρύττει την απελευθέρωσή της». Το έργο γράφεται την εποχή της ανόδου του αστισμού και του κλονισμού του φεουδαρχικού καθεστώτος. Ο Ρονκάλας είναι τυπικός εκπρόσωπος του επτανησιακού φεουδαρχισμού και φίλος των Βενετσιάνων κατακτητών. Ο γιος του όμως Δραγανίγος είναι ο «εκπρόσωπος του προοδευτικού αστισμού» και «αγαπάει τους ποπολάρους». Για τον Κορδάτο είναι ένα έργο, το οποίο πρέπει να παίζεται τακτικά, αλλά οι αρμόδιοι δεν το προωθούν επικαλούμενοι το ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα. Αλλά ο Κορδάτος αναρωτιέται υπαινικτικά, «Να είναι άραγε μόνο αυτός ο λόγος;»